αντί επετείου...
Πριν δυο χρόνια συνεργαζόμουν με έναν υπέροχο χώρο, το Κέντρο Δημιουργικής Απασχόλησης “η Αχτένιστη Αλεπού”. Εκεί, μια φορά την εβδομάδα έλεγα στα παιδιά ένα παραμύθι από διαφορετική χώρα και με διάφορα παιχνίδια, με επίκεντρο πάντα το παραμύθι, έκανα μια ήπια εισαγωγή σε βασικές μουσικές έννοιες.
Όταν πλησίαζε η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου μου ζητήθηκε να κάνω κάτι σχετικό. Όμως δεν υπάρχουν λαϊκά παραμύθια με τέτοιο θέμα! Και όσο να’ ναι το να γιορτάζεις την έναρξη ενός πολέμου πάντα μου φαινόταν κάπως οξύμωρο. Έτσι σκέφτηκα να πλάσω ένα δικό μου παραμύθι με αφορμή τον πόλεμο που ξεκίνησε από την Γερμανία, αλλά με τρόπο που να μη δημιουργήσει στα παιδιά έχθρα απέναντι στο έθνος αυτό. Και προέκυψε η “Έρρικα και η Άννα”.
Τα παιδιά με άκουσαν με πολύ διαφορετικό τρόπο σε σχέση με άλλες φορές. Ρωτούσαν με απορία γιατί συνέβαιναν όλα αυτά. Η έκπληξη στα πρόσωπά τους όταν και το πρόσωπο εμπιστοσύνης, ο δάσκαλος, άλλαξε συμπεριφορά, ήταν πολύ μεγάλη. Όμως το τέλος της ιστορίας έφερε την ανακούφιση και το χαμόγελο πάλι στα προσωπάκια τους, όπως κάθε παραμύθι που τελειώνει με το “έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα”...
Photo by Max Böhme on Unsplash
ΕΡΡΙΚΑ ΚΑΙ ΑΝΝΑ
Θα σας πω μια πραγματική ιστορία από τη μακρινή Γερμανία. Εκεί ζούσε ένα κοριτσάκι με κόκκινα μαλλιά που το έλεγαν Έρρικα.
Η Έρρικα ζούσε σε ένα πολύ όμορφο, μικρό και καταπράσινο χωριό, με ένα σχολείο, μια εκκλησία, μια μεγάλη πλατεία και πολλά πολλά μικρά χαμηλά σπίτια.
Σε κάποιο από αυτά έμενε και η μικρή Έρρικα μαζί με τους γονείς της και τον μικρό της αδερφό. Κάθε πρωί, η μαμά της, της χτένιζε τα κατακόκκινα μαλλιά της, της έδινε ένα σβουριχτό φιλί στη γεμάτη φακίδες μυτούλα της και την άφηνε στην αυλή του σχολείου, για να πάει μετά κι αυτή στη δουλειά της. Η Έρρικα αγαπούσε πολύ το σχολείο. Αγαπούσε πολύ τον δάσκαλό της, τον Φράνς, τη γεμάτη δέντρα αυλή του σχολείου της, τα μαθήματα. Όμως… τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά με τους συμμαθητές της. Είχαν όλοι τους κατάξανθα μαλλιά και όταν βλέπανε από μακριά την Έρρικα να καταφτάνει στο σχολείο, της φώναζαν: ήρθε η καροτοκέφαλη!
Την κορόιδευαν για το χρώμα των μαλλιών της, για τις μυριάδες φακίδες στη μύτη της και σιγά σιγά, όπως λυπημένη, μαζευόταν σαν ένα κουβαράκι στην άκρη του θρανίου της, την κορόιδευαν ακόμα και για το πόσο μικρή φαινόταν, όταν ήταν έτσι μαζεμένη. Ο δάσκαλός τους ο Φράνς, μάλωνε τα παιδιά που πείραζαν τη μικρή Έρρικα, αλλά αυτά συνέχιζαν.
Κάποια μέρα η Έρρικα καθώς ετοιμαζόταν για να πάει στο σχολείο, βρήκε σε ένα συρταράκι στο γραφείο της μαμάς της, ένα μικρό πανέμορφο καθρεφτάκι. Γρήγορα γρήγορα το τρύπωσε μέσα στη τσέπη του φουστανιού της κι έφυγε βιαστικά για το σχολείο.
Για άλλη μια μέρα τα παιδιά την κορόιδευαν κι αυτή είχε κάτσει πάλι μόνη της στην αυλή σε μια γωνίτσα. Έβγαλε το καθρεφτάκι από την τσέπη της και αυτό άστραψε στο φως του ήλιου. Μια αχτίδα που καθρεφτίστηκε πάνω του, έπεσε πάνω σε έναν συμμαθητή της, που παραξενεμένος, γύρισε να δει από που ερχόταν αυτό το φως. Πλησίασε την Έρρικα και περίεργος καθώς ήταν, έσκυψε να δει το μικρό καθρεφτάκι στα χέρια της.
-Μπορώ να το δω λιγάκι; τη ρώτησε.
Η Έρρικα χαρούμενη που ένα παιδί ήρθε να της μιλήσει, του το έδωσε. Σιγά σιγά, άρχισαν να μαζεύονται και άλλα παιδιά τριγύρω, και καθώς κρατούσαν το καθρεφτάκι στα χέρια τους, μια ο ένας, μια ο άλλος, αυτό άστραφτε καθώς καθρέφτιζε το φως του ήλιου κι έκανε τα πρόσωπά τους να λάμπουν. Όλα τα παιδιά άρχισαν να γελάνε με αυτό το παράξενο παιχνιδάκι που έκανε ο ήλιος στα πρόσωπά τους κι άρχισε και η Έρρικα να γελάει μαζί τους. Από εκείνη τη μέρα, δεν την ξανακορόιδεψαν και παίζανε όλη παρέα. Η Έρρικα ήταν ευτυχισμένη.
Μετά από λίγο καιρό, ήρθε ένα καινούργιο κοριτσάκι στην τάξη, με ολόισια μαύρα μαλλιά, που το έλεγαν Άννα. Το κοριτσάκι αυτό εκτός από το χρώμα των μαλλιών της, είχε και κάτι άλλο διαφορετικό. Κάθε Κυριακή στο χωριό, πολλά παιδιά συνήθιζαν να πηγαίνουν με τους γονείς τους στην εκκλησία, κάποια πάλι όχι. Η Άννα όμως, πήγαινε κάθε Σάββατο με τους γονείς της στο διπλανό χωριό, για να πάνε σε μια άλλη, παράξενη εκκλησία που τη λέγανε συναγωγή. Ο δάσκαλος έβαλε την καινούργια μαθήτρια να καθήσει δίπλα στην Έρρικα. Δεν πέρασε πολύ καιρός και η Έρρικα με την Άννα γίναν οι καλύτερες φίλες. Και οι μέρες κυλούσαν όμορφα.
Μια μέρα, κάτι παράξενο συνέβη. Ένα μεγάλο μαύρο και σκοτεινό σύννεφο, ήρθε και σκέπασε το χωριό και δεν έλεγε να φύγει. Το σκοτεινό σύννεφο του πολέμου. Μέρες περνούσαν και το φως του ήλιου δε φαινόταν. Το σκοτεινό σύννεφο, σκοτείνιασε σιγά σιγά τις ψυχές των ανθρώπων. Άρχισαν να θυμώνουν με όλους όσοι ήταν διαφορετικοί από αυτούς. Έτσι και η Άννα με την οικογένειά της, άρχισε να βλέπει γύρω της μόνο θυμωμένες ματιές, από τους ανθρώπους που περνούσαν δίπλα της.
Θύμωναν μαζί τους, γιατί πήγαιναν στη συναγωγή και δεν πήγαιναν όπως οι περισσότεροι στην εκκλησία. Το σύννεφο σκοτείνιασε και τις ψυχές των παιδιών. Έτσι και τα παιδιά άρχισαν να μη θέλουν την Άννα στο παιχνίδι τους και καμιά φορά, όταν έπαιζαν στην αυλή, να της πετάνε κρυφά από το δάσκαλο πέτρες. Αυτό πλήγωνε πολύ τη μικρή Έρρικα. Γιατί θυμόταν πολύ καλά, πόσο λυπημένη ήταν όταν ήταν μόνη και δεν την έπαιζαν οι συμμαθητές της, εξαιτίας των κόκκινων μαλλιών της.
-Γιατί της πετάτε πέτρες; Είναι φίλη μου και πονάει, τους φώναζε.
-Αν έχεις τέτοια φίλη, θα πετάμε και σε σένα πέτρες, της είπαν και γέλασαν κοροϊδευτικά.
Η Έρρικα έψαξε με τα μάτια της να βρει τον δάσκαλό τους, για να τις προστατέψει, αλλά όταν είδε το σκληρό βλέμμα του τρόμαξε. Ο κύριος Φρανς δε χαμογελούσε πια.
-Τα παιδιά έχουν δίκιο. Παιδιά σαν την Άννα δεν έχουν θέση στο σχολείο μας, ούτε στο χωριό μας. Και αν τη θέλεις τόσο πολύ για φίλη σου, να φύγεις κι εσύ μαζί της.
Η Έρρικα έκλαψε πολύ εκείνη τη μέρα, όταν γύρισε στο σπίτι της. Ένιωθε ότι όλοι γύρω της δεν μπορούσαν να καταλάβουν αυτό το απλό πράγμα. Το ότι η Άννα είναι ένα παιδί σαν όλα τα άλλα και στεναχωριέται που δεν τη θέλουν. Έκλαψε γιατί δεν υπήρχε κανείς που να την υπερασπιστεί, εκτός από την ίδια.
Ο καιρός περνούσε και το σύννεφο δεν έφευγε πάνω από το μικρό χωριό. Και οι άνθρωποι γίνονταν όλο και πιο θυμωμένοι και εχθρικοί απέναντι στην Άννα και την οικογένειά της. Έτσι οι γονείς της πήραν την απόφαση, κάποια στιγμή να φύγουν και να ζήσουν σε μια άλλη χώρα, μακριά από το σκοτεινό χωριουδάκι. Όταν έμαθε η Έρρικα ότι η φίλη της θα έφευγε, έκλαψε πολύ. Ζήτησε από τη μαμά της, να πάει στο σπίτι της να την αποχαιρετίσει.
Τα δυο κορίτσια αγκαλιασμένα στο δωμάτιο της Άννας, έλεγαν πως δε θα ξεχάσουν ποτέ η μια την άλλη. Και αντάλλαξαν δώρα για να θυμούνται για πάντα τη φιλία τους.
Τότε ξαφνικά, έπεσε από την τσέπη της Έρρικας, το ξεχασμένο καθρεφτάκι. Μόλις ακούμπησε το πάτωμα, άστραψε δυνατά, καθώς καθρέφτισε μια πολύ αχνή αχτίδα ήλιου που τρύπωσε μέσα από το σκοτεινό σύννεφο που σκέπαζε το χωριό. Η Άννα το πήρε στα χέρια της και χαμογέλασε.
Αμέσως η Έρρικα άρπαξε το καθρεφτάκι, πήρε την Άννα από το χέρι και βγήκαν στο δρόμο. Κρατώντας το καθρεφτάκι στα χέρια, φώτιζαν τα πρόσωπα των περαστικών που παραξενεμένοι από το φως που έπεφτε πάνω τους, έπαυαν να έχουν κατσουφιασμένα πρόσωπα και χαμογελούσαν.
Ένας ένας όλοι οι κάτοικοι του χωριού, από τη δύναμη του ήλιου άρχισαν και πάλι να χαμογελάνε και σιγά σιγά να γελάνε, στην αρχή σιγανά και μετά όλο και πιο δυνατά. Το σύννεφο, πάνω από το χωριό, άρχισε σιγά σιγά να διαλύεται και το δυνατό φως του ήλιου ξεχύθηκε στον ουρανό. Όλο το χωριό άστραψε. Η Έρρικα με την Άννα, χέρι χέρι, περπατούσαν ευτυχισμένες. Το φως καθάρισε ξανά τις σκοτεινές ψυχές των ανθρώπων και μπορούσαν να παίζουν και πάλι μαζί.